διασκευαστής

διασκευαστής
ο
θηλ. διασκευάστρια αυτός που διασκευάζει κάτι: Είναι διασκευαστής αρχαίων θεατρικών κειμένων.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διασκευαστής — reviser masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκευαστής — ο (θηλ. στρια, η) (Α διασκευαστής) αυτός που τροποποιεί ένα κείμενο για να εμφανιστεί με νέα μορφή …   Dictionary of Greek

  • διασκευαστοῦ — διασκευαστής reviser masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • διασκευαστῶν — διασκευαστής reviser masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μάλιγκαν, Τζέρι — (Gerald Joseph «Gerry» Mulligan, Νέα Υόρκη, 1927 – Κονέκτικατ 1996). Αμερικανός σαξοφωνίστας της τζαζ, συνθέτης και διασκευαστής. Μεγάλωσε στη Φιλαδέλφεια. Αρχικά έπαιζε πιάνο, πριν ασχοληθεί με το σαξόφωνο, πρώτα το άλτο και μετά το βαρύτονο. Το …   Dictionary of Greek

  • διασκευαστάς — διασκευαστά̱ς , διασκευαστής reviser masc acc pl διασκευαστά̱ς , διασκευαστής reviser masc nom sg (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Nicolas Slonimsky — For other people with the same last name, see Slonimsky. Nicolas Slonimsky (April 27 [O.S. April 15] 1894 – December 25, 1995) was a Russian born American composer, conductor, musician, music critic, lexicographer and author. He described himself …   Wikipedia

  • Αλφόνσο, Πέντρο — (Pedro Alfonso, 11ος 12ος αι.). Ισπανοεβραίος γιατρός, φιλόσοφος και διασκευαστής λαϊκών διηγήσεων. Το εβραϊκό του όνομα ήταν Ραβί Μωυσή Σεφαρδί. Το 1106 βαφτίστηκε χριστιανός και παρέμεινε γιατρός και ευνοούμενος στην αυλή του βασιλιά Αλφόνσου… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”